- θηρευτήρ
- θηρευτήρ, ό και θηλ. θηρεύτρια (Α) [θηρεύω]1. ο θηρευτής, ο κυνηγός2. (το θηλ. και ως επίθ.) θηρευτική, κυνηγετική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηρευτῆρες — θηρευτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτῆρσι — θηρευτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρεύτρια — θηρεύτρια, ἡ (Α) βλ. θηρευτήρ … Dictionary of Greek
θηρεύω — (ΑΜ θηρεύω) 1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.) αρχ. 1. δελεάζω, προσελκύω 2. συλλαμβάνω 3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.) 4. (για τα χέρια ανθρώπου που… … Dictionary of Greek